- μπαγλάρωμα
- τό1) связывание, скручивание (человека); 2) лишение свободы; 3) перен. избиение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαγλάρωμα — το [μπαγλαρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαγλαρώνω, δέσιμο, σύλληψη 2. μτφ. ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek